- συντελικός
- -ή, -ό / συντελικός, -ή, -όν, ΝΑ [συντελῶ]νεοελλ.φρ. «συντελικοί χρόνοι» — οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλονταςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή στον συντελή2. αυτός που συνεργεί σε κάτι3. το ουδ. ως ουσ. το συντελικόνα) η συντέλειαβ) ο αόριστος4. φρ. α) «ἐνεστὼς συντελικός» — ο παρακείμενος (Σχολ. Δίον.)β) «στάσις συντελική» — προσυμφωνημένη στάση Αθήν.γ) «συντελικὰ χρυσία» — χρυσία τα οποία καταβάλλονται από κοινού πάπ.δ) «διάθεσις συντελική» — πεπερασμένη διάθεση (Απολλ. Δύσκ.)ε) «Περὶ συντελικῶν ἀξιωμάτων» — τίτλος έργου τού Χρυσίππου (Στωικ.)επίρρ...συντελικῶς Ασυντελεστικῶς*.
Dictionary of Greek. 2013.